-
1 Πλαγκταί
Πλαγκταίfem nom /voc pl -
2 Πλαγκταί
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πλαγκταί
-
3 πλαγκταί
πλαγκτόςwandering: fem nom /voc pl -
4 πλάζω
πλάζω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `to make devious, to repel, to dissuade from the right path, to bewilder', midd.-pass. `to become devious, to go astray, to wander about' (Il.).Derivatives: πλαγκτός `devious, mad, bewildered' (ep. poet. φ 363; Ammann Μνήμης χάριν 1, 21), Πλαγκταί f. pl. (sc. πέτραι) "the shock-rocks" (μ 61 etc.; on the meaning which is not quite clear P.-W. 20, 2193ff.); πλαγκτο-σύνη f. `wandering about' (ο 343, Nonn.; Wyss 26); πλαγκ-τύς, - ύος f. `id.' (Call.); - τήρ m. surn. of Dionysos (AP), `confuser' ('wanderer'?), - τειρα ἀτραπιτός `zodiac' (Hymn. Is.). Here also πλάγγος; s. v.Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: With πλάγξαι, πλαγκτός agree formally Lat. plānxi, plānctus (vowellength sec.); to this πλάζω as yot-present from *πλάγγ-ι̯ω against plang-ō. Further, uncertain comparisons from Alb., Celt. and Germ., for Greek without interest, in W.-Hofmann s. v. So orig. meaning `beat away', which in some places, e.g. Φ 269, and in Πλαγκταί still can be vaguely seen. The most dominant meaning `drive off etc.' has formed prob. in the very usual expressions with ἀπό and other separative expressions. -- The inner nasalisation excepted, which is to be explained either as generalized presentinfix or as onomatop. rootelement (cf. κλάζω, κλάγξαι and Schwyzer 692), agrees to this the aorist πλαγ-ῆναι; s. πλήσσω with further connections and lit., but the short α is hard to explain: secondary from * plang-?Page in Frisk: 2,548-549Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλάζω
-
5 Πλαγκτήσιν
-
6 Πλαγκτῇσιν
-
7 Πλαγκταίς
-
8 Πλαγκταῖς
-
9 Πλαγκτών
-
10 Πλαγκτῶν
-
11 Πλαγκτάς
Πλαγκτά̱ς, Πλαγκταίfem acc pl -
12 πλαγκτός
A wandering, roaming, of ships, Id.Pers. 277 (lyr.) ;πλαγκτὰ δ' ὡσεί τις νεφέλα E.Supp. 961
(lyr.); π. ὕδωρ, of the Euripús, AP9.73 (Antiphil.) ; ἰός ib.6.75 (Paul. Sil.); πλαγκτὰν ὁδόν a devious route, Hymn.Is.149.b π. ἄστρὰ, = πλάνητες, Alex.Eph. ap. Theo Sm.p.140 H.2 metaph., wandering in mind, erring, distraught, Od.21.363, A.Ag. 593.II Πλαγκταὶ πέτραι rocks near Scylla and Charybdis, Od.12.59sqq., 23.327; later identified with the Συμπληγάδες or Κυάνεαι of the Bosporus, Hdt.4.85, Arr.Peripl.M.Eux.25, Eratosth. ap. Sch.E.Med.2, etc.; but also with the volcanic islands of Lipari, A.R.4.924, cf. Apollod.1.9.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαγκτός
-
13 σπιλάς
A rock over which the sea dashes (opp. ὕφαλοι πέτραι in AP11.390 (Lucill.)), ; (v. πάγος);ἐφ' ὑψηλαῖς σπιλάδεσσι S.Fr. 371
(lyr.); πλαγκταὶ ς. A.R.4.932;σ. εἰν ἁλὶ πέτρη Id.3.1294
; ῥεῖθρον ἀπὸ ς. Theoc.Ep.4.6: generally, slab, S.Tr. 678; ὧδ' ὑπὸ τὸ σπιλάδος μέλαθρον, i.e. under this tombstone, Sammelb.6160 ([place name] Egypt); hollow rock, cave, Simon.(?) 179.------------------------------------A spot,κατάστικτον σπιλάδεσσι πυρσῇσιν Orph.L. 620
:—in Ep.Jud.12, σπιλάς spot is prob. in view of 2 Ep.Pet.2.13; cf. also σπιλάς (c).------------------------------------A storm, squall, Plu.2.476a; ἐκραγείσης ὥσπερ ἐν εὐδίᾳ σπιλάδος ib.101b; , cf. AP7.382.4 (Phil.): cf.κατασπιλάζω 11
.
См. также в других словарях:
Πλαγκταί — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκταί — πλαγκτός wandering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαγκταῖς — Πλαγκταί fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαγκτῇσιν — Πλαγκταί fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαγκτῶν — Πλαγκταί fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Symplegades — The Symplegades ( /sɪmˈ … Wikipedia
ПЛАНКТЫ — • Planctae, Πλαγκταί (Ноm. Od. 12, 61. 202. 219), скалы, вводящие в заблуждение (от πλαγκτής), а не блуждающие. Их считали часто очень многие древние, даже с подменой имени, за тождественные первоначально или однородные с подвижными,… … Реальный словарь классических древностей
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek
πλαγκτός — ή, ό / πλαγκτός, ή, όν, ΝΑ, πλακτός, ή, όν, θηλ. και ός Α νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν βιολ. βλ. πλαγκτόν αρχ. 1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος 2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ… … Dictionary of Greek
Κυανέες — I Αρχαία πόλη της Λυκίας, η οποία επιβίωσε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Ερείπια της πόλης βρέθηκαν κοντά στο σημερινό χωριό Γιαχού. Στην πόλη υπήρχε μαντείο του Θυρξέως Απόλλωνα, στο οποίο ανάβλυζε πηγή, σύμφωνα με πληροφορίες του… … Dictionary of Greek
Συμπληγάδες Πέτρες — Κατά την ελληνική μυθολογία, ένα ζεύγος σκοπέλων που έκανε αδύνατη τη διέλευση πλοίου χωρίς να συντριβεί επάνω τους. Άλλοι τις ταύτιζαν με τον πορθμό της Μεσσήνης, και άλλοι με τις Γαδειρίδες Πύλες. Σύμφωνα όμως με τον κλασικό μύθο που δέχεται ο… … Dictionary of Greek